-
1 προθέρμανση
[-ις (-εως)] η тех подогрев -
2 разминка
-
3 нагрев
η θέρμανση *- шины - του επίσωτρουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > нагрев
-
4 подогрев
η θέρμανσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > подогрев
-
5 прогрев
η προθέρμανση, η θέρμανσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > прогрев
-
6 разогрев
η προθέρμανση, το ζέσταμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разогрев
-
7 регенерация
1. тех. η αποκατάσταση, η επανόρθωση, η ανάκτηση, η αναγέννηση, η ανάπλαση, η αναζωογόνηση- серебра (из фик-сажей) кфт. η (επ)ανάκτηση του αργύρου/ασημιού2. (нагрев газа или воздуха, поступающих в печь, отработанными продуктами горения) η προθέρμανση (μέσω της επανακτημένης θερμότητας) 3. биол. η αναγέννηση, η αναδημιουργία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > регенерация
-
8 резка
(действие) η κοπή, το κόψιμο, η τομήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > резка
-
9 knock up
1) ((of opponents in a tennis match) to have a short practice before starting on the match (noun knock-up).) κάνω προθέρμανση2) ((slang) to make a woman pregnant.) γκαστρώνω
См. также в других словарях:
προθέρμανση — η 1. προκαταρκτική θέρμανση, προετοιμασία με θέρμανση: Η προθέρμανση είναι απαραίτητη σε πολλά είδη μηχανημάτων. 2. προκαταρκτικές ασκήσεις για το ζέσταμα των μυών πριν από την κυρίως αθλητική δραστηριότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προθέρμανση — η / προθέρμανσις, άνσεως, ΝΑ [προθερμαίνω] η εκ τών προτέρων θέρμανση νεοελλ. 1. (μηχανολ.) προκαταρκτική θέρμανση ύδατος για τροφοδότηση ατμολέβητα ή μηχανής 2. (αθλ.) προετοιμασία για αγώνα με ελαφρές ασκήσεις 3. ιατρ. μια από τις βασικές αρχές … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
πρόκαυσις — αύσεως, ἡ, Α [καῡσις] προθέρμανση κλιβάνου βαλανείου … Dictionary of Greek
χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… … Dictionary of Greek
ατμοσίφωνας — Όργανο που χρησιμεύει για να τροφοδοτεί τους ατμολέβητες και για την προθέρμανσή τους όταν αυτοί έχουν μεγάλες διαστάσεις. Αποτελείται από έναν θάλαμο, δύο βραχίονες, έναν για την είσοδο νερού και έναν που έχει προσαρμοσμένο πάνω του ατμοσωλήνα,… … Dictionary of Greek
διηλεκτρικά — Στερεές, υγρές ή αέριες ουσίες που παρουσιάζουν υψηλή αντίσταση στη δίοδο του ηλεκτρικού ρεύματος. Ονομάζονται επίσης και μονωτικά. Αντίθετα από τα σώματα που είναι καλοί αγωγοί του ηλεκτρισμού, τα οποία παρουσιάζουν μεγάλη ευκινησία στα… … Dictionary of Greek
υδροστρόβιλοι — Εκμεταλλεύονται την ενέργεια των υδατοπτώσεων για να δώσουν μηχανική ενέργεια. Αποτελούνται από δύο βασικά όργανα: τον διανομέα (σταθερό) και το στροφέα (κινητό). Οι υδροστρόβιλοι κατατάσσονται με διάφορα κριτήρια, από τα οποία το σημαντικότερο… … Dictionary of Greek
προθερμαντήρας — ο συσκευή για προθέρμανση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)